- πόκερ
- το(λ. αγγλ.), άκλ., είδος χαρτοπαίγνιου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πόκερ — το, Ν παιχνίδι με χαρτιά τής τράπουλας το οποίο παίζεται από τέσσερεις συνήθως παίκτες με 32 χαρτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. poker (πιθ. < φλαμανδ. pokken «χτυπώ», από το οποίο επίσης προέρχεται το γαλλ. poquer)] … Dictionary of Greek
κάβα — (Αστρον.). Αστεροειδής, που επισημάνθηκε στις 21 Αυγούστου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,0 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 8,61. Η διεθνής ονομασία του είναι Cava 505. * … Dictionary of Greek
καθηγητής — ο, θηλ. καθηγήτρια (AM καθηγητής) [καθηγοῡμαι] 1. αυτός που διδάσκει κάτι με γνώση και κύρος, διδάσκαλος (α. «καθηγητής χορού» β. «μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί, εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν καθηγητής, ὁ Χριστός», ΚΔ) 2. αυτός που έχει επάγγελμα να διδάσκει τα… … Dictionary of Greek
ποτ — (I) Ν άκλ. (στα χαρτοπαίγνια πόκερ και μάους) το ποσό τών χρημάτων που ποντάρει κάθε παίκτης προτού μοιραστούν τα χαρτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pot «δοχείο»]. (II) το, Ν άκλ. μονάδα όγκου διαφόρων χωρών, με διαφορετική ισοδυναμία σε λίτρα στην κάθε … Dictionary of Greek
πόκα — (I) Α (δωρ. τ.) βλ. πότε. (II) η, Ν παιχνίδι με χαρτιά που μοιάζει με το πόκερ, με τη διαφορά ότι ενώ σε αυτό όλα τα φύλλα δίνονται κλειστά, στην πόκα δίνεται μόνο το πρώτο κλειστό και τα υπόλοιπα ανοιχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. poker] … Dictionary of Greek
τσιπ — (I) το, Ν (στην χαρτοπαιξία) η μικρότερης αξίας μάρκα στο πόκερ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αγγλ. chip «θραύσμα, ξυλαράκι»]. (II) το, Ν (πληροφ.) κοινή ονομασία τού ολοκληρωμένου κυκλώματος … Dictionary of Greek
φλος — το, Ν άκλ. χαρτοπαικτικός όρος στην πόκα και στο πόκερ … Dictionary of Greek
φουλ — το, Ν άκλ. 1. συνδυασμός τριών όμοιων τραπουλόχαρτων με άλλα δύο όμοια, στο πόκερ και στην πόκα («φουλ τού άσσου») 2. ως επίθ. υπερπλήρης, γεμάτος («η αίθουσα ήταν φουλ») 3. (ως επίρρ.) με όλη τη δυνατή ένταση (α. «δουλεύει φουλ» β. «έτρεχε… … Dictionary of Greek
φτερομαδώ — άω, Ν 1. μαδώ τα φτερά πτηνού 2. μτφ. αφαιρώ εντελώς, απογυμνώνω («τόν φτερομάδησαν στο πόκερ») … Dictionary of Greek
πόκα — η (λ. αγγλ.), άκλ., χαρτοπαίγνιο, αλλ. ανοιχτό πόκερ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)